- ραδιοτεχνία
- ηραδιοτηλεγραφία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ραδιοτεχνία — η, Ν (ραδιοτ.) εφαρμοσμένος κλάδος τής ραδιοηλεκτροτεχνίας, ο οποίος ασχολείται με τις εφαρμογές τών εναλλασσόμενων ρευμάτων υψηλής συχνότητας, καθώς και με τα μέσα παραγωγής τους, με τους τρόπους χρησιμοποίησης και με τις ιδιομορφίες που… … Dictionary of Greek
ευαισθησία — Η ιδιότητα του ευαίσθητου. Ε. λέγεται και η ιδιότητα ενός οργάνου μετρήσεων που αποτελεί ένα από τα μέτρα της ποιότητάς του. Η ε. εκφράζεται με τον λόγο της γραμμικής ή γωνιακής μετατόπισης Δα του δείκτη στην κλίμακα του οργάνου προς τη μεταβολή… … Dictionary of Greek
ηλεκτροτεχνία — Επιστήμη που μελετά, σχεδιάζει και πραγματοποιεί τις εφαρμογές του ηλεκτρισμού. Τον 19ο αι. η παραγωγή, η συσσώρευση και η χρησιμοποίηση του ηλεκτρισμού, χάρη στις εργασίες διάσημων επιστημόνων, γινόταν με κριτήρια όλο και περισσότερο βιομηχανικά … Dictionary of Greek
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek
φίλτρα — Χαρακτηρισμός συσκευών ή οργάνων που επιτρέπουν το εκλεκτικό από αυτά πέρασμα μορφών ύλης ή ενέργειας, όπως το ηλεκτρικό φ., το οπτικό φ., το φ. των αυτοκινήτων κ.ά. Τα οπτικά και φωτογραφικά φ. επιτρέπουν το εκλεκτικό πέρασμα ορισμένων… … Dictionary of Greek